- ρωμανιστής
- ο романист (филолог)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ρωμανιστής — ο, Ν βλ. ρομανιστής … Dictionary of Greek
ρομανιστής — και ρωμανιστής, θηλ. ρομανίστρια και ρωμανίστρια Ν (γλωσσ. ιστ.) επιστήμονας που ασχολείται με τη μελέτη τών ρομανικών γλωσσών και, γενικότερα, με την προέλευση και την ιστορία τών λατινογενών λαών. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. romanist < νεολατ.… … Dictionary of Greek